- ἀεικές
- ἀεικήςunseemlymasc/fem voc sgἀεικήςunseemlyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αεικής — ἀεικὴς και αττ. αἰκής, ές (Α) 1. ανάρμοστος, ακατάλληλος, υβριστικός, απρεπής 2. ευτελής, ασήμαντος, τιποτένιος 3. επιβλαβής, θανατηφόρος 4. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀεικές ακατάλληλα, άπρεπα 5. φρ. «οὐδὲν ἀεικές έστι», δεν είναι καθόλου παράδοξο που… … Dictionary of Greek
CANTOR — I. CANTOR Graece Α᾿ιδὸς apud Homer. Od. γ. v. 265. Η῞δ᾿ ἤτοι το πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικὲς Δῖα Κλυταιμνήςτρη, φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇτι, Παῤ γὰρ ἔην καὶ Αὀιδὸς ἀνὴρ, ᾧ πόλλ῾ ἐπέτελλεν Α᾿τρείδης, Τροὶηνδε κιὼν; εἴρυςθαι ἄκοιτιν, Α᾿λλ᾿ ὅτε δή… … Hofmann J. Lexicon universale
VITRUM — quod visui pervium, recensetur Talmudicis inter tria beneficia, quae verbis illi Deuteron. c. 33. v. 19. Thesauri absconditi arenae, quibus e littorali arena, quae alioqui solet esse infecunda ac sterilis, magnas opes Zabulonitis accessuras… … Hofmann J. Lexicon universale